- εμιροπούλα
- η1. η κόρη τού εμίρη2. αρχοντοπούλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμιροπούλα — η 1. η κόρη του εμίρη. 2. αρχοντοπούλα: Κλαίουν εμιροπούλες (δημ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)